- ορειδρομία
- ὀρειδρομία, ἡ (Α) [ορειδρόμος]το να τρέχει κάποιος στα όρη, το τρέξιμο ανά τα όρη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρειδρομίας — ὀρειδρομίᾱς , ὀρειδρομία running on the hills fem acc pl ὀρειδρομίᾱς , ὀρειδρομία running on the hills fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)